Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εκατό πενήντα

  • 1 πιάνω

    (αόρ. έπιασα) 1. μετ.
    1) брать(ся) руками, трогать; хватать;

    πιάσε με από το χέρι — возьми меня за руку;

    πιάνω κάποιον από τα μαλλιά — хватать кого-л. за волосы;

    πιάνω τον σφυγμό — пощупать пульс;

    τον έπιασα από το λαιμό я его схватил за горло;
    2) доставать, брать;

    πιάσε μου το βιβλίο από το ράφι — достань мне ту книгу со стеллажа;

    3) ловить; поймать;

    πιά ψάρια — ловить рыбу;

    πιάνω τον κλέφτη — поймать вора;

    πιάστε τον! — ловите его1;

    με έπιασε στο δρόμο και μού τα είπε όλα он меня поймал на улице и всё рассказал;
    4) перен. улавливать, схватывать;

    πιάνω τό νόημα — схватывать смысл;

    5) заставать, застигать;
    όταν επιστρέφαμε μας έπιασε βροχή на обратном пути нас застал дождь;

    βιάσου να μην σε πιάσει η νύχτα — поторопись, а то тебя застигнет ночь;

    6) уличать (в чём-л.);
    ловить (на чём-л.); τον έπιασε να λέει ψέμματα (να κλέβει) он его уличил во лжи (в краже); 7) выручать, получать (деньги); зарабатывать;

    τό μαγαζί πιάνει τρείς χιλιάδες τη μέρα — дневная выручка магазина составляет три тысячи драхм;

    τό σπίτι θα πιάσει πενήντα χιλιάδες — за дом можно получить пятьдесят тысяч драхм;

    έπιασε πέντε παράδες και μας κάνει τον καμπόσο он заработал немного денег и уже важничает;

    δεν πιάνω ούτε τα λεφτά μου — продавать в убыток; — невыгодно продавать;

    8) занимать, захватывать (что-л.);

    πιάσε δυό θέσεις — займи два места;

    πιάσαμε την γέφυρα — мы заняли мост;

    9) нанимать, снимать; брать в аренду;

    πιάνω σπίτι — арендовать дом;

    πιάνω κατοικία — снимать квартиру;

    10) вмещать; иметь объём;

    τό βαρέλι πιάνει τετρακόσια κιλά — бочка вмещает 400 килограмм;

    11) заводить, завязывать (дружбу, беседу и т. п.);

    πιάσανε φιλία — они подружились;

    πιάσαμε κουβέντα — мы завели разговор;

    12) оценивать, давать цену;

    τό σπίτι θα το πιάσουμε γιά εκατό χιλιάδες δραχμές — мы дадим за этот дом сто тысяч драхм;

    13) принимать в расчёт;

    τα μεταφορικά δεν τα πιάνουμε — транспортные расходы в расчёт не принимаются;

    14) доставать (воду из колодца и т. п.); наливать (вино и т. п.);

    πιάσε πέντε κιλά λάδι από το βαρέλι — налей пять килограмм масла из бочки;

    15) страдать, болеть (чём-л.);

    τον πιάνει πονοκέφαλος — он страдает головными болями;

    την έπιανε ελονοσία επί δυό χρόνια она два года болела малярией;
    τον έπιασε το σηκώτι у него схватило печень, у него заболела печень;

    την πιάνει η θάλασσα — она плохо переносит море, страдает морской болезнью;

    16) охватывать (кого-л.), овладевать (кем-л.); нападать, находить (на кого-л.);

    με πιάνει συγκίνηση όταν ακούω τη φωνή της — когда я слышу её голос, меня охватывает волнение;

    σε πιάνει λύπη να τον βλέπεις — когда смотришь на него, испытываешь жалость;

    όταν τον βλέπει τον πιάνει θυμός — при виде его он сердится;

    τί τον έπιασε και φωνάζει; что на него нашло, что он кричит?; почему он кричит?;
    17) охватывать (кого-что-л.), распространяться (на кого-что-л.);

    πιάσανε φωτιά και τα γειτονικά σπίτια — огонь перекинулся и на соседние дома;

    18) брать (кого-л.), действовать (на кого-л.);

    δεν τον πιάνει το κρασί — вино его не берёт, от вина он не пьянеет;

    τον πιάνει ο ήλιος — он быстро загорает;

    τίς ελιές τίς έπιασε το αλάτι маслины хорошо просолились;
    19) схватить (болезнь), заразиться (болезнью);

    πιάνω γρίππη — заразиться гриппом;

    20) затрагивать, касаться;

    εμάς δεν μας πιάνει αυτός ο νόμος — нас этот закон не касается;

    § πιάνω τόπο — оказываться полезным (о советах, просьбах и т. п.);

    πιάνω στο στόμα μου κάποιον — а) злословить (о ком-л.); — б) постоянно упоминать кого-л.;

    κάτι έπιασε τ' αφτί μου до слуха моего дошло;
    я услышал;

    πιάνω τό θεό — божиться;

    πιάνω τό τραγούδι — затянуть песню;

    πιάνω πουλιά στον αέρα — быть очень способным, ловким; — на ходу подмётки рвать;

    πιά με το καλό — подойти по-хорошему (к кому-л.); — действовать добром (на кого-л.);

    πιά κάποιον στα πράσα — поймать с поличным кого-л.;

    δεν τον πιάνει το μάτι σου — внешне он не производит впечатления;

    δεν πιάνω χαρτωσιά ( — или μπάζα) μπροστά σε κάποιον — и в подмётки не годиться кому-л.;

    δεν τον πιάνω νει το φαΐ — еда ему не впрок;

    не в коня корм;
    έπιασε τη μέση του он вылетел в трубу;

    είναι να πιάνεις τη μύτη σου — всё это отвратительно;

    τον πιάνει το γλυκύ του ( — или

    τό καλό του) у него бывают припадки эпилепсии;

    μάτι κακό να μην σε πιάσει — упаси тебя боже от дурного глаза;

    τί έπιασες κι' έκαμες! что ты натворил!;
    2. αμετ. 1) прилипать, приклеиваться;

    τα γραμματόσημα δεν πιάνουν στον φάκελλο ( — почтовые) марки не приклеиваются к конверту;

    2) приниматься, пускать корни; прививаться (тж. перен.); расти, произрастать (о растениях);

    οι μηλιές δεν πιάνουν στα μέρη μας — в наших краях яблони не растут;

    τό μπόλι δεν έπιασε черенок не привился;
    αυτή η μόδα δεν έπιασε эта мода не привилась; 3) пришвартовываться, причаливать;

    αυτό το πλοίο δεν πιάνει στην 'Αλεξάνδρεια — этот пароход не причаливает у Александрия;

    4) уходить, убегать;

    πιάνω τα βουνά — уходить в горы;

    5) начинать гореть, воспламеняться, зажигаться; заниматься (об огне);

    τα ξύλα είναι χλωρά και δεν πιάνουν — дрова сырые и поэтому не- загораются;

    6) забеременеть;
    έπιασε παιδί απ' αυτόν она от него забеременела; 7) оказывать воздействие, давать результат;

    οι διαμαρτυρίες πιάσανε — протесты оказали действие;

    οι κατάρες του έπιασαν его проклятия сбылись;
    8) застревать, встречать преграду;

    τό κλειδί κάπου πιάνει — ключ где-то застревает;

    9) начинаться, разражаться; наступать;
    έπιασε βροχή начался дождь;

    τό φθινόπωρο συχνά πιάνει τρικυμία — осенью часто разражаются штормы;

    έπιασαν οι παγωνιές наступили морозы;

    § πιάνω απ' την αρχή — начинать сначала;

    πιάνομαι

    1) — держаться, хвататься (за что-л.);

    πιάνόμαστε από το χέρι — держаться за руки;

    πιάσου από το τραπέζι держись за стол;
    2) (за)цеплять'ся;

    πιάστηκε το φουστάνι σ' ένα καρφί — платье зацепилось за гвоздь;

    3) перен. цепляться, ухватываться;

    πιάνομαι από κάποια ιδέα — ухватиться за какую-л. мысль 4) попасться, быть пойманным, схваченным;

    ο κλέφτης πιάστηκε — вор пойман;

    5) быть уличённым;

    πιάστηκαν να λένε ψέμματα — они были уличены во лжи;

    6) ссориться; драться;

    αυτός πιάνεται με όλον τον κόσμο — он со всеми ссорится;

    στο τέλος πιάστήκανε — в конце они подрались;

    7) неметь; отниматься, парализоваться;

    πιάστηκαν τα πόδια του — а) у него ноги затекли; — б) у него ноги отнялись;

    8) быть занятым, захваченным (о месте и т. п.);

    πιάστηκαν όλα τα στρατηγικά σημεία ( — были) заняты все стратегические пункты;

    9) встать на ноги; стать зажиточным, разбогатеть;

    τα παιδιά του πιάστηκαν — его дети (уже) встали на ноги;

    § πιάνομαι από ψηλά — важничать, задирать нос;

    πιάνομαι από λεφτά — богатеть;

    πιάνομαι από τα λόγια μου ( — пли στα λόγια μου) — попадаться на слове;

    αυτός δεν πιάνεται από πουθενά — его разве поймаешь!;

    ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται — погов. утопающий хватается за соломинку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πιάνω

См. также в других словарях:

  • αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστός — ή, ό / πεντηκοστός, ή, όν, ΝΜΑ 1. τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο πεντήκοντα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που σε μια σειρά ή τάξη ομοειδών προσώπων ή αντικειμένων κατέχει τον αριθμό πενήντα, αυτός που αριθμείται μετά… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Zahlen der Welt — In nahezu allen Sprachen der Menschen gibt es sprachliche Repräsentationen für Zahlen. Aus diesen Zahlworten oder Zahlnamen lassen sich interessante Schlussfolgerungen über die Entwicklung des Zählens und des Zahlenbegriffs sowie über… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»